αρχοντόπουλο

αρχοντόπουλο
το
θηλ. αρχοντοπούλα υποκοριστικά του άρχοντα τα παιδιά (αγόρια ή κορίτσια) του άρχοντα, του πλούσιου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρχοντόπουλο — το το παιδί που κατάγεται από άρχοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχοντας + πουλο (κατάλ. ουδ. ουσ. με σημασία «μικρό, παιδί» πρβλ. βασιλόπουλο, ελληνόπουλο, κεφαλόπουλο)] …   Dictionary of Greek

  • -πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη …   Dictionary of Greek

  • άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… …   Dictionary of Greek

  • αγαδόπουλο — το το παιδί τού αγά, το αρχοντόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγάς + πουλο] …   Dictionary of Greek

  • αφεντόπουλο — πούλα τα παιδιά του αφέντη, το αρχοντόπουλο και η αρχοντοπούλα …   Dictionary of Greek

  • ευγενικόπουλον — εὐγενικόπουλον, τὸ (Μ) παιδί ευγενών, αρχοντόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευγενικός + πουλο( ν) (πρβλ. αρχοντό πουλο, ελληνό πουλο)] …   Dictionary of Greek

  • Αντιπάτης, Ηλίας — Αγωνιστής του 1821 από την Παρνασσίδα. Πήρε μέρος σε διάφορες μάχες κοντά στους οπλαρχηγούς Πανουργιά, Ιωάννη Γκούρα και Αρχοντόπουλο (Ιωάννη Νοταρά), με τον οποίο και συμμετείχε στην πολιορκία της Αθήνας. Μετά την απελευθέρωση κατατάχτηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • Καζαντζάκη, Γαλάτεια — (Ηράκλειο Κρήτης 1881 – 1962). Λογοτέχνης. Υπήρξε σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη και του Μάρκου Αυγέρη (στον δεύτερο γάμο της), ενώ ήταν αδελφή της Έλλης Αλεξίου. Σπούδασε σε γαλλικό σχολείο. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το… …   Dictionary of Greek

  • Κορνάρος, Βιτσέντζος — (Σητεία Κρήτης, 1553 – 1613). Ποιητής. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της κρητικής λογοτεχνίας, ο πιθανότερος δημιουργός του Ερωτόκριτου. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, εκτός από όσα αναφέρει ο ίδιος στους τελευταίους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”